- φιλαυτίας
- φιλαυτίᾱς , φιλαυτίαself-lovefem acc plφιλαυτίᾱς , φιλαυτίαself-lovefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
СЕБЯЛЮБИЕ — В русском литературном языке, еще в донациональную эпоху освоившем основные, старославянские и греко византийские м одели словосложения, затем по их образцу самостоятельно возникали новые сложные слова. С XVIII в. русская многосторонняя система… … История слов
αυτοσυνειδησία — Φιλοσοφικός όρος που σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του. Κατά τη νηπιακή ηλικία, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί συνειδητά τον γύρω κόσμο, έχει μια κάποια συναίσθηση του εαυτού του καθώς αντιλαμβάνεται, με την… … Dictionary of Greek
αφιλαυτία — η η έλλειψη φιλαυτίας, το να είναι κάποιος αφίλαυτος … Dictionary of Greek
εγωπαθής — ές αυτός που κατέχεται από το πάθος τής φιλαυτίας, που πάσχει από υπερβολικό εγωισμό … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
φιλαυτία — η, ΝΜΑ [φίλαυτος] η υπερβολική αγάπη ενός ατόμου για τον εαυτό του, εγωισμός, εγωπάθεια, εγωκεντρισμός (α. «η φιλαυτία του είναι το κύριο αίτιο τής απάνθρωπης συμπεριφοράς του» β. «τοῡτο δὲ φιλαυτίας ἁμάρτημα καὶ χαλεπότητος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
φιλαλληλία — η 1. η αγάπη για τον πλησίον, το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, ο αλτρουισμός. 2. η αυτοθυσία, η έλλειψη φιλαυτίας, η αυταπάρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)